- κουρελής
- οθηλ. κουρελού1. αυτός που φορεί κουρέλια.2. το θηλ., κουρελού ως ουσ., τάπητας μικρής αξίας: Κοιμηθήκανε πάνω σε μια κουρελού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουρελής — ο, θηλ. κουρελού 1. αυτός που φορά κουρελιασμένα ρούχα, κουρελιάρης, ρακένδυτος 2. το θηλ. η κουρελού χαλί ή κλινοσκέπασμα από κατάλληλα υφασμένα και ραμμένα μεταξύ τους κουρέλια ή αποκόμματα υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρέλι + κατάλ. λής (<… … Dictionary of Greek
κουρελιάρης, -α, -ικο — κουρελής, αυτός που φορεί κουρέλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυμνοκώλης — α, ικο 1. αυτός που έχει γυμνά οπίσθια, ο πίθηκος 2. ρακένδυτος, κουρελής 3. αυτός που δεν έχει περιουσία 4. (για γυναίκα) αυτή που δεν έχει προίκα … Dictionary of Greek
κουρελαρία — η 1. κουρελιασμένα ρούχα, ράκη 2. ομάδα ρακένδυτων ανθρώπων, κουρελήδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρέλι ή κουρελής + αρία*] … Dictionary of Greek
κουρελιάρης — α, ικο [κουρέλι] κουρελής, ρακένδυτος … Dictionary of Greek
κουρελού — η βλ. κουρελής … Dictionary of Greek
λέτσος — ο 1. άνθρωπος βρόμικος και κακοντυμένος, κουρελής 2. μτφ. α) άνθρωπος χωρίς αξία και σοβαρότητα β) άνθρωπος με άσχημους τρόπους και άσχημη εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lezzo «δυσωδία»] … Dictionary of Greek
ξεβράκωτος — η, ο [ξεβρακώνω] 1. αυτός που δεν φορά βρακί, περισκελίδα 2. μτφ. πολύ φτωχός 3. ρακένδυτος, κουρελής 4. το θηλ. ως ουσ. η ξεβράκωτη η χωρίς προίκα 5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ξεβράκωτοι τα πλήθη τών φτωχών στρωμάτων που πήραν μέρος στη Γαλλική … Dictionary of Greek
ρακενδύτης — ο / ῥακενδύτης, ΝΜΑ, θηλ. ῥακενδύτις, ιδος, Α αυτός που φορά κουρέλια, κουρελής, ρακένδυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + ἐνδύω (πρβλ. επενδύτης)] … Dictionary of Greek
ρακοδύτης — ὁ, Α ρακένδυτος, κουρελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + δύω «ντύνομαι, φορώ»] … Dictionary of Greek